- σχισμάς
- σχισμά̱ς , σχισμήcleftfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχισμή — η, ΝΜΑ, και σκισμή Ν [σχίζω] επίμηκες άνοιγμα μικρού πλάτους, ρωγμή (α. «σχισμή εδάφους» β. «εἰς τὰς σχισμὰς τῶν πετρῶν», ΠΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) κάθε άνοιγμα που προκαλείται από σχίσιμο 2. ανατ. σχηματισμός που μοιάζει με αυλάκι στην… … Dictionary of Greek